- ἁλισμός
- ἁλισμόςsprinkling with saltmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλισμός — ἁλισμός, ο (Α) [ἁλίζω ΙΙ] αλάτισμα, πάστωμα, τοποθέτηση στην άλμη … Dictionary of Greek
ἁλισμοῦ — ἁλισμός sprinkling with salt masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλισμόν — ἁλισμός sprinkling with salt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… … Dictionary of Greek
ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… … Dictionary of Greek